- στρατοκρατούμαι
- στρατοκρατήθηκα, στρατοκρατημένος, κυβερνιέμαι από στρατιωτικούς: Στρατοκρατείται η χώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρατοκρατούμαι — βλ. πίν. 74 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στρατοκρατώ — έω, Ν 1. κυβερνώ με στρατοκρατία 2. (συν. το παθ.) στρατοκρατούμαι (για χώρες) κυβερνώμαι από στρατιωτικούς ή σύμφωνα με τις στρατιωτικές αντιλήψεις, υφίσταμαι στρατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + κρατώ (< κράτης < κράτος), πρβλ. τρομο… … Dictionary of Greek